- φωτοσβέστης
- ο, Ν1. αυτός που σβήνει το φως2. (κυρίως μτφ.) ο πολέμιος τού πνευματικού φωτός, τής παιδείας και κάθε μορφής προόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -σβέστης (< σβέννυμι «σβήνω»), πρβλ. πυρο-σβέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].
Dictionary of Greek. 2013.