φωτοσβέστης

φωτοσβέστης
ο, Ν
1. αυτός που σβήνει το φως
2. (κυρίως μτφ.) ο πολέμιος τού πνευματικού φωτός, τής παιδείας και κάθε μορφής προόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -σβέστης (< σβέννυμι «σβήνω»), πρβλ. πυρο-σβέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωτοσβέστης — ο μόνο μτφ., αυτός που σβήνει τα πνευματικά φώτα, ο εχθρός κάθε διαφώτισης του λαού, ο εχθρός της παιδείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοσβεστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φωτοσβέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοσβέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ο. Ι. Ιασονίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”